- ῥωπικά
- ῥωπικόςofneut nom/voc/acc plῥωπικά̱ , ῥωπικόςoffem nom/voc/acc dualῥωπικά̱ , ῥωπικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ … Dictionary of Greek
RHOPOGRAPHI — Graece Ῥωπογράφοι, dicebantur olim, qui belluas, arbores, homines; insuper, antra, portus et alia id genus, variaque et minuta opere topiariô exprimebant, Ρ῾ῶπος enim varia et minuta merces est, ut infra videbimus. Inde Ρ῾ωπογραφία ripulae, apud… … Hofmann J. Lexicon universale